- καταπυγοσύνη
- καταπυγοσύνη, ἡ (Α)επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δικαι-οσύνη, εθελημ-οσύνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπυγοσύνη — καταπῡγοσύνη , καταπυγοσύνη unnatural lust fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυγόσυνος — καταπυγόσυνος, η, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ όσυνος: ευφροσύνη] … Dictionary of Greek
καταπυγοσύνην — καταπῡγοσύνην , καταπυγοσύνη unnatural lust fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυγοσύνης — καταπῡγοσύνης , καταπυγοσύνη unnatural lust fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)